Vietnamese Greek Dictionary

Tiếng Việt - ελληνικά

thịt lợn in Greek:

1. χοιρινό χοιρινό


Περισσότερο από το σίδερο, περισσότερο από το μολύβι, περισσότερο από τον χρυσό, χρειάζομαι τον ηλεκτρισμό. Τον έχω ανάγκη περισσότερο από το αρνάκι ή το χοιρινό ή το μαρούλι ή το αγγουράκι. Τον έχω ανάγκη για τα όνειρά μου.

Greek word "thịt lợn"(χοιρινό) occurs in sets:

Είδη κρέατος στα βιετναμέζικα