Turkish Greek Dictionary

Türkçe - ελληνικά

okul in Greek:

1. σχολείο σχολείο


Δεν ήρθες στο σχολείο χθες.
Η ώρα είναι έντεκα, πρέπει τα παιδιά να πάνε για ύπνο, έχουν σχολείο αύριο.

Greek word "okul"(σχολείο) occurs in sets:

Κτίρια στα τουρκικά