Romanian Greek Dictionary

limba română - ελληνικά

carne de miel in Greek:

1. Αρνάκι Αρνάκι


Περισσότερο από το σίδερο, περισσότερο από το μολύβι, περισσότερο από τον χρυσό, χρειάζομαι τον ηλεκτρισμό. Τον έχω ανάγκη περισσότερο από το αρνάκι ή το χοιρινό ή το μαρούλι ή το αγγουράκι. Τον έχω ανάγκη για τα όνειρά μου.