English Greek Dictionary

English - ελληνικά

web in Greek:

1. ιστός



Greek word "web"(ιστός) occurs in sets:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 801 - 850

2. διαδίκτυο


Μπορείς να βρεις σχεδόν τα πάντα στο διαδίκτυο αυτές τις μέρες.
Όλοι νομίζουν ότι είναι ασφαλείς στο διαδίκτυο, αλλά δεν είναι.