English Greek Dictionary

English - ελληνικά

hijacking in Greek:

1. απαγωγή



Greek word "hijacking"(απαγωγή) occurs in sets:

Notes 05/10/2018

2. αεροπειρατεία



Greek word "hijacking"(αεροπειρατεία) occurs in sets:

Εγκλήματα στα αγγλικά