English Greek Dictionary

English - ελληνικά

camping in Greek:

1. κάμπινγκ κάμπινγκ



Greek word "camping"(κάμπινγκ) occurs in sets:

Πεζοπορία - Hiking

2. κατασκήνωση κατασκήνωση



Greek word "camping"(κατασκήνωση) occurs in sets:

Πεζοπορία - Hiking