English Greek Dictionary

English - ελληνικά

so in Greek:

1. οπότε οπότε


Πεινούσα οπότε βγήκα να φάω κάτι.
Έλα οπότε θέλεις.

Greek word "so"(οπότε) occurs in sets:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 1 - 50
Και,ή,αλλά,οπότε - And, or, but, so

2. τόσο


Είμαι τόσο δυνατός όσο ο πατέρας μου.
Έχεις τόσο υπέροχη φωνή.
Γιατί ξύπνησες τόσο νωρίς;