English Greek Dictionary

English - ελληνικά

old in Greek:

1. παλιό παλιό


Το αμάξι μου είναι πολύ παλιό. Πρέπει να αγοράσω ένα καινούργιο.
Ο πάτερας μου επισκεύασε το παλιό μου ρολόι.

Greek word "old"(παλιό) occurs in sets:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 151 - 200

2. παλιός παλιός



Greek word "old"(παλιός) occurs in sets:

100 Adjectives