English Greek Dictionary

English - ελληνικά

need in Greek:

1. ανάγκη ανάγκη


Περισσότερο από το σίδερο, περισσότερο από το μολύβι, περισσότερο από τον χρυσό, χρειάζομαι τον ηλεκτρισμό. Τον έχω ανάγκη περισσότερο από το αρνάκι ή το χοιρινό ή το μαρούλι ή το αγγουράκι. Τον έχω ανάγκη για τα όνειρά μου.

Greek word "need"(ανάγκη) occurs in sets:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 101 - 150