English Greek Dictionary

English - ελληνικά

may in Greek:

1. μπορεί μπορεί


Αυτός δεν μπορεί να είναι ποιητής.

2. μπορώ μπορώ


Δεν μπορώ να σκεφτώ μια καλή δικαιολογία που άργησα για τον οδοντίατρο.
Δεν μπορώ να απαντήσω την ερώτησή σου.

Greek word "may"(μπορώ) occurs in sets:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 151 - 200