German Greek Dictionary

Deutsch - ελληνικά

dass in Greek:

1. ότι


Νομίζω ότι ήταν θυμωμένος.
Είναι τόσο εύπιστη που θα πιστέψει ό,τι κι αν της πεις.
Το μόνο που ξέρω είναι ότι έφυγε την περασμένη εβδομάδα.

Greek word "dass"(ότι) occurs in sets:

Lektion 7 Kb. S. 100